Συνολικές προβολές σελίδας

Παρασκευή 29 Φεβρουαρίου 2008

Η αλλοίθωρη γαρίδα

Μια φορά κ ένα καιρό στα ήσυχα νερά του βυθού του σαρωνικού ζούσε μια γαρίδα με τα 9 γαριδάκια της. Το μικρότερο το λέγαν Χαράλαμπο,στη γειτονιά όμως το φωνάζανε κούρκο,που στην γλώσσα των γαρίδων σημαίνει αλλοίθωρος.
Αυτό συνέβαινε διότι το ένα του ματάκι ήταν λίγο πιο ψηλά από το άλλο εμποδίζοντας την περιμετρική όραση κατά ένα αξιόλογο ποσοστό ή όπως έλεγε ο παππούς του ο γερογαρίδας, η Αυτού μεγαλιώτης ο Χαράλαμπος δεν αξίωνε να κοιτάξει τους χωριανούς στα μάτια, πειράζωντας κ ταυτόχρονα συνειρμικά παρηγορώντας το μικρό γαριδοεγγόνι του.
Το περίεργο με το μικρό μας ήρωα είναι πως όσο χειρότερη ήταν η ορασή του,τόσο καλύτερη ήταν η αντιληψή του περί των πραγμάτων. Ξαφνικά η λογική αποκτούσε ένα ιδιαίτερο νόημα, μπορεί να μην έβλεπε το γλυκό χαμόγελο των συνδαιτιμόνων στα γεύματα από πλούσιο κ λαχταριστό πλαγκτόν που τόσο απλόχερα τους χάριζε η θάλασσα, όμως αισθανόταν καλύτερα τα συναισθηματά τους.
Κάπου είχε διαβάσει στο σχολείο πως η μεγαλύτερη αλήθεια των πραγμάτων είναι πως πάντα κάτι συμβαίνει ή όπως ένας σπουδαίος φιλόσοφος ο Ηρακλής...όχι συγγνώμη ο Ηράκλειτος είχε πεί, τα πάντα ρεί. Ο Χαράλαμπος αυτό το τελευταίο δεν καταλάβαινε γιατί το είχαν περί πολλού, εξάλλου στην θάλασσα ζούμε εννοείται πως τα πάντα ρεί,αλλά δεν θα καθόταν να ασχοληθεί με αυτό, αυτά ήταν για τους σοφούς αστερίες.
Αλλά τι έλεγα? Α ναί, έτσι που λέτε πάντα κάτι συνέβαινε, ένα απαλό στρίψιμο στο τραπέζι, ένα νευρικό κούνημα του ποδιού, το παιχνίδι με το πιάτο που είχαν μπροστά τους, το κεφάλι που έξυναν,άνοιγε ένα καινούριο κόσμο συμβολισμών μπροστά στα μάτια της μικρής γαρίδας, ένα κόσμο που τελικά δεν γνώριζε.
Η μικρή γαριδούλα άρχισε να διαπιστώνει πως κανένας δεν εννοούσε ακριβώς αυτό που ήθελε, πάντα μία πρόθεση, ένα νεύμα, μια επιθυμία έμενε ανοιχτή, ανέκφραστη, θυλακωμένη όμως γερά στο κεφαλάκι του μικρού Χαράλαμπου.
Σιγά σιγά ένιωθε να πνίγεται, ήθελε να βγεί κ να φωνάξει τις επιθυμίες όλων, να πεί πραγματικά την γνώμη του, να παραδοθεί στην ελευθερία που τόσα για αυτήν άκουγε κ τόσα δεν έβλεπε. Καταπίεση, καταπίεση κ φόβος αυτό ένιωθε, αυτό ένιωθαν όλοι όσους παρατηρούσε, δεν υπήρχε ειλικρίνεια είχε χαθεί σαν καλοκαιρινό δειλινό μπροστά στα μάτια σου που όμως τελικά δεν είχες την υπομονή να δεις ολόκληρο.
Πήγε να το συζητήση με τον αστακό μια μέρα, αλλά δεν καταλάβαινε, είχε κολλήσει γερά το προσωπείο κ είχε γίνει πρόσωπο, μόνο που αντί για την ασχήμια έκρυβε την ομορφιά. Κ ο αστακός δεν το ξεχώριζε πλέον,μάσκα κ αλήθεια είχαν γίνει ένα, είχαν γίνει μια επιβεβαίωση, η νύχτα θα έφευγε θα ερχόταν μέρα κ πάλι το ίδιο κ τίποτα δεν θα άλλαζε κ το πίστεψε, ναι ο καημένος το πίστεψε.
Έκλαιγε λοιπόν ο κούρκος με αυτά που "έβλεπε" λυπόταν, φορτίο αβάστακτο αισθανόταν όλα αυτά. Κ έγινε κ αυτουνού προσωπείο η μιζέρια.

Ευτυχώς που είναι απλά ένα παραμύθι σωστά?

4 σχόλια:

kat. είπε...

το καλό το παραμύθι από την αρχή φαίνεται..
άκου εκεί χαράλαμπο!!!!
φοβερό!

Shadowface είπε...

Xαίρομαι που σου άρεσε kat. :)

Balidor είπε...

Πάλι καλά δεν λες;
Ουφ, αγχώθηκαν για λιγουλάκι!

Όντως το "Χαράλαμπος" τα έσπασε !

Αποψη είπε...

Χαθήκαμε ρε παιδιά!!! Άντε shadowface! Ενεργοποιήσου και εμφανίσου στο βλογ! Καλησπέρες...