Συνολικές προβολές σελίδας

Πέμπτη 14 Φεβρουαρίου 2008

Ο κύριος ολόιδιος

Κ ποιός δεν ξέρει για τον κύριο ολόιδιο, κάθε πρωί έβγαινε για βόλτα κ χαιρετούσε τον κόσμο ολάκερο, περπατούσε στο δρόμο κ χάριζε χαμόγελα στους περαστικούς.
Καλημέρα κύριε μανάβη,καλημέρα κύριε χασάπη, καλημέρα κύριε περιπτερά, κάπου κάπου βαριανάσαινε κ καθόταν σε κανένα πεζούλι να ξεκουραστεί, τον ξέραν όλοι κ δε του έλεγαν τίποτα, έμπαινε κ έβγαινε στα σουπερμάρκετ τον έβλεπες στην πλατεία να χαζεύει τα παιδιά που παίζαν, κ το τρένο που περνούσε κάθε λίγο κ τον τρόμαζε με τα αλλεπάλληλα κλυδωνισματά του.
Τόσο τον είχαν συνηθίσει που αγχωνόντουσαν αν έχανε την καθημερινή του βόλτα.
Μια μέρα ένας καινούριος γείτονας μετακόμισε στην γειτονιά του κύριου ολόιδιου, ένας άνθρωπος χαιρέκακος που αντλούσε την χαρά του από τις ατυχίες των άλλων. Λένε πως έγινε έτσι μετά από ένα οικογενειακό ατύχημα, αλλά δεν είναι τις ώρας να ξεκινήσω τα κουτσομπολιά, βλέπει λοιπόν ο κύριος ολόιδιος οτί ήρθε καινούριος γείτονας κ αποφάσισε να τον χαιρετήσει.
Κατεβαίνει που λέτε σιγά σιγά τα μικρά σκαλοπατάκια,ήταν βλέπετε κ χειμώνας κ γλυστρούσαν, κατεβαινει στο πισωγύρισμα της αυλής κ ροβολάει προς το Χανέικο, το λέγαν έτσι γιατί παλιά έμενε ένας χοντρός κρητικός από τα χανιά εκεί.
Σαν έφτασε βλέπει την σιδερόπορτα ανοιχτεί κ τρυπώνει μέσα, περνάει το μικρό διαδρομάκι με τις πλάκες, φτάνει απ'όξω από την πόρτα της κουζίνας κ αρχίζει να φωνάζει τον γείτονα με όλη του την δύναμη.
Βγαίνει έξω με τα μικρά στρογγυλά γυαλιά του,το ριγέ παντελόνι της πυτζάμας κ φορώντας μια κοντομάνικη φανέλα. Μόλις βλέπει τον κύριο ολόιδιο σαστίζει, κάνει πως πισωπατεί κ αρπάζει ένα μεγάλο μαδέρι σαν παλιό πλάστρι.
Ο κύριος ολόιδιος δεν πολυκαταλάβαινε τι συνέβη, μα πριν το σκεφτεί κ δεύτερη φορά δέχεται το πρώτο χτύπημα στο κεφάλι, πρίζεται φουσκώνουν τα αιμοφόρα αγγεία στα μάτια κ ζαλίζεται, τότε έρχεται το δεύτερο χτύπημα τον βρίσκει στο ζυγωματικό, κατεβαίνει με δύναμη η γνάθος κ κόβει γλώσσα κ ούλα, νιώθει ένα σφίξιμο στην καρδιά ενώ αίμα τρέχει από το αυτί του.
Το τρίτο χτύπημα το θυμάται σαν όνειρο, γιατί μετά κοιμήθηκε ο κύριος ολόιδιος κ ποτέ ξανά δεν άνοιξε τα μάτια πάλι.
Το άλλο πρωί τον βρήκαν στον σκουπιδοτενεκέ, δε δώσαν κ πολύ σημασία θα τον έπαιρνε το σκουπιδιάρικο όπως τόσα νεκρά αδέσποτα σκυλιά.
Μόνο μια άστεγη γριούλα που την ζέσταινε τα βράδια του χειμώνα,του χάιδεψε απαλά την πατούσα κ μην μπορώντας να δακρύσει από την κακουχία είπε, αχ κύριε ολόιδιε μόνο εγώ ξέρω πως ποτέ δεν ήσουν ίδιος με τους άλλους.

6 σχόλια:

A.Charantonis είπε...

...Για όνομα. Γαμάτο ήταν αλλά που κόλαγε με το σημερινό;

Αποψη είπε...

Μπράβο shadowface! Πόσο όμορφο κείμενο! Πόσο τρυφερό. Σαν ζαχαρωτό απαγορευμένο σε χέρια πεντάχρονου!

Νικόλαος Παπουτσής είπε...

Πολυ καλή ιστορία shadowface
Ελπίζω να ειναι φανταστική...

Εχω μια ευαισθησία στο θέμα και με συγκίνησες...

τσίου!!

o geros είπε...

Εγώ ποιστεύω ότι η ιστορία αυτή είναι πραγματική! Μπορώ και διαβάζω την καρδιά του shadowface! Έλα, πες μας την αλήθεια, μεγάλε παραμυθά!

Shadowface είπε...

@Γέρο κ καραφλοκότσυφα H αλήθεια είναι πως είναι πραγματικη ιστορία στο περίπου, δηλαδή λίγο αλλιώς από ότι νομίζεται.
@Άποψη σε ευχαριστώ για τα καλά σου λόγια αλλατα ζαχαρωτά είναι δικά μου δικά μου δικά μου.

A.Charantonis είπε...
Αυτό το σχόλιο αφαιρέθηκε από τον συντάκτη.