Συνολικές προβολές σελίδας

Τρίτη 31 Αυγούστου 2010

Θύελλα

Κραξ κραξ, χρουτς χρουτς λίγα μικρά βήματα, μετά λίγα μικρότερα, στο τελευταίο η τριβή τον σταμάτησε, προσπάθησε να συνεχίσει, φύλλα και χώμα έγιναν ένα, μια αχώριστη δύναμη με μοναδικό σκοπό να τον σταματήσει.
Ιδρώτας έτρεξε από το μετωπό του στο έδαφος, το κορμί του συσπάστηκε,η αναπνοή του συντονίστηκε, προσπάθησε να κάνει άλλο ένα βήμα άλλα μάταια.
Το δάσος γύρω του τον περιέκλειε, ένιωσε να βαραίνει, ένα βάρος αλλόκοτο,στο σώμα ή μήπως στην ψυχή, όπως τότε, τότε που... αλλά γιατί να τα σκέφτεται τώρα αυτά, σήκωσε το βλέμμα ψάχνοντας κάπου να βαστήξει, ένα πουλί, ένα έντομο, τίποτα, ήταν μόνος ... κανένα πρόσωπο συμπαράστασης, κάτι που να συνδεθεί και να νιώσει πως τον καταλαβαίνει.
Γονάτισε , το παλιό τζιν ακούμπησε την νωπή λάσπη και μούσκεψε στα γόνατα, η αίσθηση δε του άρεσε καθόλου, ένιωσε γυμνός, απροστάτευτος.
Έβγαλε το ρολόι από την τσέπη του και το κοίταξε προσεκτικά, γιατί δε το φορούσε ποτέ άραγε. Είχε περάσει μία ώρα από τότε που το ξανακοίταξε.
Το παλιό πεύκο στεκόταν μπροστά του όπως και τότε, αριστερά κάτω δίπλα στην ροζιασμένη του μεγάλη ρίζα φαινόταν η απαλή προεξοχή του εδάφους του αναστατωμένου από τα χέρια ανθρώπου, ήταν λίγα εκατοστά μπροστά του, το μικρό κουτί με κολατσιό που είχε θάψει χρόνια πριν, τότε που ήταν παιδιά.
Ένας κόμπος έκατσε στο λαιμό του, με βίαιες κινήσεις παραμέρισε τις αμέτρητες πευκοβελόνες. Το δεξί του χέρι άρχισε να ξεθάβει , μικρές πετρούλες τρύπωσαν κάτω από τα νύχια του, επιτέλους η φιγούρα του παλιού σχολικού που ήταν ζωγραφισμένη στο κουτί φάνηκε, τόσο θαμπή και όμως τόσο ξεκάθαρη.
Το άνοιξε όσο προσεκτικά μπορούσε. Μέσα υπήρχε ακόμα ρυτιδιασμένη η φωτογραφία από την υγρασία.
Την κοίταξε και ανεπαίσθητα αρχικά ένα δάκρυ κύλησε στο μάγουλό του και μετά ένα δεύτερο και ένα τρίτο. Ήταν οι δύο τους χαρούμενοι αγκαλιασμένοι ώμο με ώμο, πόσα χρόνια είχε να συμβεί ξανά αλήθεια αυτό.
Έκλεισε το κουτί, ήταν αργά και σκοτείνιαζε, έπρεπε να γυρίσει.
Όσο για το κουτί, καλύτερα να έμενε εκεί, ίσως κάποτε να το έβρισκε κάποιος και να μάθαινε πως οι δύο αυτοί άνθρωποι ήταν ευτυχησμένοι, ναι καλύτερα έτσι καλύτερα να μην ξέραν τι τους επιφύλαξε το παραμύθι που λεν ζωή.