Συνολικές προβολές σελίδας

Τετάρτη 8 Ιουλίου 2009

To βότσαλο

Το παιδί έσκυψε σιγά σιγά, έριξε ένα συνομοτικό βλέμμα και το σήκωσε.
Ήταν ένα άσπρο βότσαλο, λείο περίπου ίσο με την παλάμη του, πως βρέθηκε τάχα εδώ;
Το ψηλάφισε λίγο ακόμα και το ζύγισε, ναι, ήταν τέλειο.
Το πέταξε ελαφρά και αυτό αναπήδησε με περίσσια χάρη και προσγειώθηκε πάνω στα 2 δακτυλά του.
Φαινόταν αρκετά αεροδυναμικό.
Κοίταξε τριγύρω αλλά δεν βρήκε άλλα βότσαλα να το τσουγκρίσει,
ήθελε να το πετάξει ψηλά αλλά θα έβρισκε στο ταβάνι της πυλωτής.
Έτρεμε,λες και μια ενέργεια το διαπερνούσε ολόκληρο.
Ξαφνικά , στην θυμησή του ήρθε αβίαστα η θάλασσα.
Παλιά την βλέπανε, πριν χτιστεί η 7όροφη εκείνη πολυκατοικία, ήταν ωραία να την αγναντεύεις, αλλά και να την ακούς., τόσο ωραία.
Αφαιρέθηκε, το γαλάζιο της χρώμα γέμισε τις ιδέες του, και εκείνο το αεράκι το δροσερό,
όχι σαν αυτό του κλιματισμού, να χαίρεσαι να ιδρώνεις και να σε φυσάει,και όχι να σου
φωνάζουν μην κρυώσεις.
Διάφανη η θάλασσα όπως κάθε αυτονόητη αλήθεια, να μη φοβάσαι να βυθιστείς σε αυτήν.
Διάφανη, σαν τα τζάμια της απέναντι πολυκατοικίας αλλά αυτά μόνο κρύβουν.
Το χέρι του έσφιξε σαν από μόνο του, βότσαλο και παλάμη γίναν ένα, ένα τσίμπημα και το παιδί τέντωσε να πιάσει πάλι τη θάλασσα να βυθιστεί μέσα της, να πετάξει το βότσαλο πίσω από εκεί που ήρθε.
Όμως αντι για μπλουμ άκουσε ένα σκράτς και χιλιάδες μικρά γυαλιά ακτινοβολούσαν παντού πλέον τον ήλιο.